εγκυκλώ

εγκυκλώ
ἐγκυκλῶ (-όω) (Α)
1. στρέφω παντού, κυκλικά
2. σχηματίζω κύκλο, κάθομαι ολόγυρα
3. περικυκλώνω, περιζώνω
4. μέσ. ἐγκυκλοῡμαι
περιηγούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρεγκυκλώ — έω, Α εισάγω («παρεγκυκλεῑν τὸ δόγμα τῶν ἰδεῶν», Πορφύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκυκλῶ «περιστρέφω μέσα σε κάτι, τυλίγομαι, φέρω στη σκηνή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”